υδροστόμιο(ν)

υδροστόμιο(ν)
το водослив

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υδροστόμιο(ν)" в других словарях:

  • υδροστόμιο — το, Ν στόμιο εκροής, και ιδίως τού δικτύου ύδρευσης οικισμού, από το οποίο λαμβάνεται νερό για κατάσβεση πυρκαγιών κ.ά. δημόσιες χρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + στόμιο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»